θυστήριος

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυστήριος Medium diacritics: θυστήριος Low diacritics: θυστήριος Capitals: ΘΥΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: thystḗrios Transliteration B: thystērios Transliteration C: thystirios Beta Code: qusth/rios

English (LSJ)

ὁ, epithet of Dionysus, EM 455.31.

Greek Monolingual

θυστήριος, -ον (Α)
1. το αρσ. ως ουσ.θυστήριος
προσωνυμία του Διονύσου
2. (κατά το λεξ. Σούδα) το ουδ. ως ουσ. τὸ θυστήριον
«όρμητήριον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο είτε του θύω (I) είτε του θύω (ΙΙ) και αποτελεί ένδειξη της πιθ. αρχικής ταύτισης τών δύο ρημάτων].