εκηβόλος: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
(10)
 
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑκηβόλος]], -ον και δωρ. τ. [[ἑκαβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βάλλει από [[μακριά]] ή με [[ευστοχία]]<br /><b>2.</b> (για [[βλήμα]]) αυτό που ρίχνεται [[μακριά]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἑκηβόλος]]<br />ο [[επιδέξιος]] [[τοξότης]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἑκηβόλος]] [[μάχη]]» — [[μάχη]] που διεξάγεται από [[μακριά]].
|mltxt=[[ἑκηβόλος]], -ον και δωρ. τ. [[ἑκαβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βάλλει από [[μακριά]] ή με [[ευστοχία]]<br /><b>2.</b> (για [[βλήμα]]) αυτό που ρίχνεται [[μακριά]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἑκηβόλος]]<br />ο [[επιδέξιος]] [[τοξότης]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἑκηβόλος]] [[μάχη]]» — [[μάχη]] που διεξάγεται από [[μακριά]].
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

ἑκηβόλος, -ον και δωρ. τ. ἑκαβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που βάλλει από μακριά ή με ευστοχία
2. (για βλήμα) αυτό που ρίχνεται μακριά
3. το αρσ. ως ουσ.ἑκηβόλος
ο επιδέξιος τοξότης
4. φρ. «ἑκηβόλος μάχη» — μάχη που διεξάγεται από μακριά.