εκηβόλος

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

Greek Monolingual

ἑκηβόλος, -ον και δωρ. τ. ἑκαβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που βάλλει από μακριά ή με ευστοχία
2. (για βλήμα) αυτό που ρίχνεται μακριά
3. το αρσ. ως ουσ.ἑκηβόλος
ο επιδέξιος τοξότης
4. φρ. «ἑκηβόλος μάχη» — μάχη που διεξάγεται από μακριά.