ικέσιος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ία, -ο (ΑΜ [[ἱκέσιος]], -ον, θηλ. και -ία) [[ικέτης]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ικεσία]]<br />[[δέηση]] ικέτη, [[αίτηση]] βοήθειας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ικεσία]]<br />θερμή, ταπεινή [[παράκληση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Ἱκέσιος</i> (ενν. <i>έμπλαστρος</i>) [[είδος]] εμπλάστρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ία, -ο (ΑΜ [[ἱκέσιος]], -ον, θηλ. και -ία) [[ικέτης]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ικεσία]]<br />[[δέηση]] ικέτη, [[αίτηση]] βοήθειας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ικεσία]]<br />θερμή, ταπεινή [[παράκληση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Ἱκέσιος</i> (ενν. <i>έμπλαστρος</i>) [[είδος]] εμπλάστρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἱκεσία]]<br />[[ικέτευμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ικέτη<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελείται από ικέτιδες<br /><b>4.</b> [[ικετευτικός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ία, -ο (ΑΜ ἱκέσιος, -ον, θηλ. και -ία) ικέτης
το θηλ. ως ουσ. η ικεσία
δέηση ικέτη, αίτηση βοήθειας
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ικεσία
θερμή, ταπεινή παράκληση
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἱκέσιος (ενν. έμπλαστρος) είδος εμπλάστρου
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱκεσία
ικέτευμα
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ικέτη
3. αυτός που αποτελείται από ικέτιδες
4. ικετευτικός.