σταχυοτόμος: Difference between revisions
From LSJ
Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass
(38) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σταχυητόμος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=και [[σταχυητόμος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[σταχυοτόμος]]<br />θεριστική [[μηχανή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σταχυητόμον [[ὅπλον]]» — το [[δρεπάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στάχυς]], -<i>υος</i>, <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λαιμη</i>-[[τόμος]]. Το συνδ. φων. -<i>η</i>- του τ. [[σταχυητόμος]] οφείλεται σε μετρικούς λόγους]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 14 January 2019
English (LSJ)
ὁ, = Lat.
A tribulum, Charis.p.554 K.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰχυοτόμος: -ον, ὁ κόπτων στάχυας σίτου, θερίζων, Γραμμ.· -σταχυοτομέω, θερίζω σῖτον, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρὸδ. Δ. 982. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.
Greek Monolingual
και σταχυητόμος, -ον, Α
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σταχυοτόμος
θεριστική μηχανή
2. φρ. «σταχυητόμον ὅπλον» — το δρεπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος, + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμη-τόμος. Το συνδ. φων. -η- του τ. σταχυητόμος οφείλεται σε μετρικούς λόγους].