έλιξ: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἕλιξ]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> [[στριμμένος]] ελικοειδώς<br /><b>2.</b> (για [[βόδι]]) αυτός που έχει στριφτά κέρατα ή ο [[ειλίπους]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἕλιξ]]<br />το [[βόδι]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἕλιξ]]<br /><b>βλ.</b> [[έλικας]].
|mltxt=[[ἕλιξ]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> [[στριμμένος]] ελικοειδώς<br /><b>2.</b> (για [[βόδι]]) αυτός που έχει στριφτά κέρατα ή ο [[ειλίπους]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἕλιξ]]<br />το [[βόδι]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἕλιξ]]<br /><b>βλ.</b> [[έλικας]].
}}
}}

Latest revision as of 14:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

ἕλιξ, ο, η (Α)
1. στριμμένος ελικοειδώς
2. (για βόδι) αυτός που έχει στριφτά κέρατα ή ο ειλίπους
3. το αρσ. ως ουσ.ἕλιξ
το βόδι
4. το θηλ. ως ουσ.ἕλιξ
βλ. έλικας.