πρωτογόνος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(35) |
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ον, θηλ, και -ος, Α<br /><b>1.</b> (το θηλ ως κύριο όν.) <i>Πρωτογόνη</i><br />[[ονομασία]] της Περσεφόνης<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ον, θηλ, και -ος, Α<br /><b>1.</b> (το θηλ ως κύριο όν.) <i>Πρωτογόνη</i><br />[[ονομασία]] της Περσεφόνης<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[πρωτογόνος]]<br />αυτή που γεννάει για πρώτη [[φορά]], πρωτόγεννη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>παντο</i>-[[γόνος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:29, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ον, θηλ, και -ος, Α
1. (το θηλ ως κύριο όν.) Πρωτογόνη
ονομασία της Περσεφόνης
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρωτογόνος
αυτή που γεννάει για πρώτη φορά, πρωτόγεννη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παντο-γόνος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].