λινός: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(23)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[λινός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος, υφασμένος από [[λίνο]] («λινό [[σεντόνι]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λινό</i>(<i>ν</i>)<br />ύφασμα ή [[ένδυμα]] κατασκευασμένο από [[λίνο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> κυνηγετικό [[δίχτυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[λινοῦς]] <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]], [[κατά]] τα [[ἁπλοῦς]] &GT; [[ἁπλός]], [[χρυσοῦς]] &GT; [[χρυσός]].
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[λινός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος, υφασμένος από [[λίνο]] («λινό [[σεντόνι]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λινό</i>(<i>ν</i>)<br />ύφασμα ή [[ένδυμα]] κατασκευασμένο από [[λίνο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> κυνηγετικό [[δίχτυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[λινοῦς]] <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]], [[κατά]] τα [[ἁπλοῦς]] > [[ἁπλός]], [[χρυσοῦς]] > [[χρυσός]].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 15 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ λινός, -ή, -όν)
1. κατασκευασμένος, υφασμένος από λίνο («λινό σεντόνι»)
2. το ουδ. ως ουσ. το λινό(ν)
ύφασμα ή ένδυμα κατασκευασμένο από λίνο
μσν.
το ουδ. ως ουσ. κυνηγετικό δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. λινοῦς < λίνον, κατά τα ἁπλοῦς > ἁπλός, χρυσοῦς > χρυσός.