θαλασσόχρωμος: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(16)
 
mNo edit summary
Line 2: Line 2:
|mltxt=-η, -ο και [[θαλασσόχρους]], -ουν<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της θάλασσας, γαλαζοπράσινος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονό</i>-<i>χρωμος</i>, <i>πολύ</i>-<i>χρωμος</i>].
|mltxt=-η, -ο και [[θαλασσόχρους]], -ουν<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της θάλασσας, γαλαζοπράσινος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μονό</i>-<i>χρωμος</i>, <i>πολύ</i>-<i>χρωμος</i>].
}}
}}
==English==
[[sea-coloured]], [[sea-colored]]

Revision as of 10:58, 27 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο και θαλασσόχρους, -ουν
αυτός που έχει το χρώμα της θάλασσας, γαλαζοπράσινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. μονό-χρωμος, πολύ-χρωμος].

English

sea-coloured, sea-colored