μελισσαριό: Difference between revisions
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
(24) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[μελισσάριον]]) [[μέλισσα]]<br />[[τόπος]] όπου [[είναι]] εγκατεστημένα μελίσσια, [[μελισσοκομείο]], [[μελισσουργείο]], [[μελισσομάντρι]], [[μελισσώνας]] («καὶ ἰδοὺ [[μελισσάριον]] ἐν τῷ σώματι | |mltxt=το (Α [[μελισσάριον]]) [[μέλισσα]]<br />[[τόπος]] όπου [[είναι]] εγκατεστημένα μελίσσια, [[μελισσοκομείο]], [[μελισσουργείο]], [[μελισσομάντρι]], [[μελισσώνας]] («καὶ ἰδοὺ [[μελισσάριον]] ἐν τῷ σώματι τοῦ λέοντος καὶ [[μέλι]] ἧν», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αριό</i> (μέσω ενός αμάρτυρου <i>μελισσ</i>-<i>άρης</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κηφην</i>-<i>αριό</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 15 February 2019
Greek Monolingual
το (Α μελισσάριον) μέλισσα
τόπος όπου είναι εγκατεστημένα μελίσσια, μελισσοκομείο, μελισσουργείο, μελισσομάντρι, μελισσώνας («καὶ ἰδοὺ μελισσάριον ἐν τῷ σώματι τοῦ λέοντος καὶ μέλι ἧν», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. -αριό (μέσω ενός αμάρτυρου μελισσ-άρης), πρβλ. κηφην-αριό].