σκαφείδιον: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(37) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[σκαφεῑον]]<br /><b>1.</b> (υποκορ. τ. του <i>σκαφεῑον</i>) μικρό [[λισγάρι]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[σκαφείδιον]], ή [[δίκελλα]], διαφέρει | |mltxt=τὸ, Α [[σκαφεῑον]]<br /><b>1.</b> (υποκορ. τ. του <i>σκαφεῑον</i>) μικρό [[λισγάρι]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[σκαφείδιον]], ή [[δίκελλα]], διαφέρει τοῦ [[σκαφίδιον]], τὸ [[πλοιάριον]]». | ||
}} | }} |
Revision as of 13:03, 15 February 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of sq. (not
A = σκαφίδιον), Hdn.Epim.239, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰφείδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 239 (δὲν πρέπει νὰ συγχέηται πρὸς τὸ σκαφίδιον, ὅ ἴδε).
Greek Monolingual
τὸ, Α σκαφεῑον
1. (υποκορ. τ. του σκαφεῑον) μικρό λισγάρι
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκαφείδιον, ή δίκελλα, διαφέρει τοῦ σκαφίδιον, τὸ πλοιάριον».