hide: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "<b class="b2">Frag.</b>" to "''Frag.''")
m (Text replacement - "<b class="b2">and</b>" to "and")
Line 1: Line 1:
{{Woodhouse1
{{Woodhouse1
|Text=[[File:woodhouse_398.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_398.jpg}}]]'''v. trans.'''
|Text=[[File:woodhouse_398.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_398.jpg}}]]'''v. trans.'''
P. and V. κρύπτειν, ἀποκρύπτειν, συγκρύπτειν, ἐπικρύπτεσθαι, κλέπτειν, Ar. <b class="b2">and</b> V. καλύπτειν, V. στέγειν, συγκαλύπτειν (rare P.), κεύθειν, ἐκκλέπτειν, ἀμπέχειν (rare P.), ἀμπίσχειν, συναμπέχειν, P. κατακρύπτειν, ἐπικαλύπτειν, ἐπηλυγάζεσθαι.
P. and V. κρύπτειν, ἀποκρύπτειν, συγκρύπτειν, ἐπικρύπτεσθαι, κλέπτειν, Ar. and V. καλύπτειν, V. στέγειν, συγκαλύπτειν (rare P.), κεύθειν, ἐκκλέπτειν, ἀμπέχειν (rare P.), ἀμπίσχειν, συναμπέχειν, P. κατακρύπτειν, ἐπικαλύπτειν, ἐπηλυγάζεσθαι.
<b class="b2">Easy to hide</b>, adj.: V. [[εὔκρυπτος]].
<b class="b2">Easy to hide</b>, adj.: V. [[εὔκρυπτος]].
<b class="b2">Hide oneself</b>: Ar. and P. ἀποκρύπτεσθαι (pass.).
<b class="b2">Hide oneself</b>: Ar. and P. ἀποκρύπτεσθαι (pass.).

Revision as of 17:58, 24 February 2019

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 398.jpg

v. trans.

P. and V. κρύπτειν, ἀποκρύπτειν, συγκρύπτειν, ἐπικρύπτεσθαι, κλέπτειν, Ar. and V. καλύπτειν, V. στέγειν, συγκαλύπτειν (rare P.), κεύθειν, ἐκκλέπτειν, ἀμπέχειν (rare P.), ἀμπίσχειν, συναμπέχειν, P. κατακρύπτειν, ἐπικαλύπτειν, ἐπηλυγάζεσθαι. Easy to hide, adj.: V. εὔκρυπτος. Hide oneself: Ar. and P. ἀποκρύπτεσθαι (pass.). Hide (a thing from a person): P. and V. κρύπτειν (τί τινα), P. ἀποκρύπτεσθαί (τί τινα). Help in hiding: V. συνεκκλέπτειν (acc.). V. intrans. Be in hiding: P. and V. κρύπτεσθαι (pass.). Lie hid: V. κεύθειν, κεκευθέναι (perf. infin.), Ar. and P. καταδεδυκέναι (perf. of καταδύειν). Hide under the bed: P. ὑποδύεσθαι ὑπὸ κλίνην. subs. Skin: P. and V. δορά, ἡ (Plat.), δέρμα, τό, βύρσα, ἡ, V. δέρος, τό, δέρας, τό, ῥινός, ἡ (Eur., Rhes.). Undressed hides: P. δέρρεις, αἱ. Dressed hides: P. and V. διφθέραι, αἱ (Eur., Frag.). Shield of hide: Ar. ῥινός, ἡ. Cover with hides: P. καταβυρσοῦν (acc.). Made of seven-fold hide, adj.: V. ἑπτάβοιος, Ar. ἑπταβόειος.