предшествовать: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[προκαθηγέομαι]], [[προπομπεύω]], [[ἡγέομαι]], [[ἁγέομαι]], [[προϋπόκειμαι]], [[προέκκειμαι]], [[προκατάρχω]], [[προάγω]], [[προϋπάρχω]], [[προγίγνομαι]], [[προγίνομαι]] | |rueltext=[[προήκω]], [[προκαθηγέομαι]], [[προπομπεύω]], [[ἡγέομαι]], [[ἁγέομαι]], [[προϋπόκειμαι]], [[προέκκειμαι]], [[προκατάρχω]], [[προάγω]], [[προϋπάρχω]], [[προγίγνομαι]], [[προγίνομαι]], [[πρόκειμαι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 15 October 2019
Russian > Greek
προήκω, προκαθηγέομαι, προπομπεύω, ἡγέομαι, ἁγέομαι, προϋπόκειμαι, προέκκειμαι, προκατάρχω, προάγω, προϋπάρχω, προγίγνομαι, προγίνομαι, πρόκειμαι