προκατάρχω

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκατάρχω Medium diacritics: προκατάρχω Low diacritics: προκατάρχω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΡΧΩ
Transliteration A: prokatárchō Transliteration B: prokatarchō Transliteration C: prokatarcho Beta Code: prokata/rxw

English (LSJ)

A beging first, ἡ -άρχουσα χάρις Ph.1.487; ἡ-άρξασα διάθεσις A.D.Synt.244.9; π. μιαιφονίας D.S.38.6; χάριτος A.D.Pron.40.10.
2 of causes (cf. προκαταρκτικός (, τῶν αἰτίων τινὰ μέν ἐστι τὰ προκατάρξαντα Dsc.Ther.Praef., cf. Sor.2.17, Gal.9.1: c. gen., τῆς σωματικῆς ἁπάσης κινήσεως π. Dam.Pr.284; προκατάρχοντος αὐτῆς τῆς εἱμαρμένης εἱμαρμένου Plu.2.574d, cf. Iamb. Myst.1.7.
II begin a thing before others, τοῦ πολέμου D.S.2.18, D.C.50.2:—Med., π. [ὀρχήσεως] D.H.7.72; μάχης, εὐποιίας, J.AJ1.20.2, 7.15.1; ἔχθρας D.C.Fr.40.4; π. τοῦ… σώματος τὸ στυγνὸν σκότος Corp.Herm.1.20 (-έρχεται codd.): abs., begin hostilities, Plb.3.31.5, D.C.41.59, Heliod.in EN104.9.
2 Med., = litem contestor, Glossaria
III προκατάρχεσθαί τινι τῶν ἱερῶν serve one with the first or the best portion of the victim at sacrifices (one of the privileges of the citizens of the mother-city in their colonies), Th.1.25, cf. App. BC1.110.

German (Pape)

[Seite 729] zuvor od. zuerst anfangen; Plut. de fat. 10; πολέμου, D. Cass. 50, 2; häufiger im med., τῆς δίκης, die Klage anfangen; den Krieg von selbst anfangen, Pol. 3, 31, 5; λοιδορίας, D. Cass. 58, 1. – Aber οὔτε Κορινθίῳ ἀνδρὶ προκαταρχόμενοι τῶν ἱερῶν ist = bei Zerlegung des Opferthieres die Erstlinge des Opfers ihm zuteilen, damit er sie verbrenne, Thuc. 1, 25, vgl. κατάρ χομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-κατάρχω med. voorrang geven bij het offeren; met dat. en gen. part.. οὔτε Κορινθίῳ ἀνδρὶ προκαταρχόμενοι τῶν ἱερῶν zonder een Korinthiër als eerste van het offer te laten nemen Thuc. 1.25.4.

Russian (Dvoretsky)

προκατάρχω:
1 предшествовать (τινός Plut.);
2 med. начинать враждебные действия, нападать первым Polyb.;
3 med. предоставлять вступительную часть жертвоприношения: π. τινι τῶν ἱερῶν Thuc. предоставлять кому-л. начать жертвоприношение (одно из преимуществ граждан метрополии в зависимых городах).

Greek (Liddell-Scott)

προκατάρχω: ἄρχομαι πρῶτος, τῶν αἰτίων τινὰ μέν ἐστι τὰ προκατάρξαντα Διοσκ. περὶ Ἰοβ. ἐν τῷ Προοιμ. σ. 52· προκατάρχοντος αὐτῆς τῆς εἱμαρμένης εἱμαρμένου Πλούτ. 2. 574C· πρβλ. προκαταρκτικός. 2) προεξάρχω, Ἐκκλ. ΙΙ. ἄρχομαι πράγματός τινος πρὸ τῶν ἄλλων, τοῦ πολέμου Δίων Κ. 50. 2, πρβλ. 41. 59· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πρ. ὀρχήσεως Διον. Ἁλ. 7. 72· λοιδορίας Δίων Κ. 58. 1· ― ἀπολ., ἄρχομαι πρῶτος ἐχθροπραξιῶν, Πολύβ. 3. 31, 5· ― ἀλλὰ, προκατάρχομαί τινι τῶν ἱερῶν, παρέχω εἴς τινα τὴν πρώτην ἢ καλλίστην μερίδα τοῦ θύματος (ὅπερ ἦτο ἓν τῶν δικαιωμάτων τῶν πολιτῶν, τῆς μητροπόλεως ἐν ταῖς ἀποικίαις), Θουκ. 1. 25, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 110.

Greek Monolingual

Α κατάρχω
1. αρχίζω πρώτος
2. προηγούμαι άλλων, είμαι επικεφαλής, προεξάρχω
3. είμαι αίτιος για κάτι («προκατάρχοντος αὐτῆς τῆς εἱμαρμένης εἱμαρμένου», Πλούτ.)
4. αρχίζω ένα έργο ή μια πράξη πρώτος, πριν από άλλους, κάνω την αρχή («προκατάρχειν μιαιφονίας», Διοδ.)
5. επηρεάζω, προδιαθέτω ευνοϊκά
6. υπερέχω, υπερτερώ
7. μέσ. προκατάρχομαι
α) αρχίζω πρώτος εχθροπραξίες («προκατάρχεσθαι τῆς μάχης», Ιώσ.)
β) εγείρω αγωγή εναντίον κάποιου
8. φρ. «προκατάρχομαί τινι τῶν ἱερῶν» — απονέμω σε κάποιον την τιμή της επιστασίας της θυσίας και της τέλεσης τών προκαταρκτικών της, του προσφέρω την πρώτη και καλύτερη μερίδα του θύματος.