сосредоточивать: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(7)
 
(DvTab)
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[συγκρατέω]], [[συγκεφαλαιοίω]], [[συσπειράω]], [[συμφορέω]]
|rueltext=[[πυκνόω]], [[συγκρατέω]], [[συγκεφαλαιοίω]], [[συσπειράω]], [[συμφορέω]]
}}
}}

Revision as of 10:00, 15 October 2019

Russian > Greek

πυκνόω, συγκρατέω, συγκεφαλαιοίω, συσπειράω, συμφορέω