приколачивать: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(ru-m-18-oct)
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],")
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[περιπήγνυμι]] ;; [[περιπηγνύω]] ;; [[προσπήγνυμι]] ;; [[ἐφηλόω]] ;; [[καθηλόω]] ;; [[προσηλόω]] ;; [[προσπασσαλεύω]] ;; [[προσπατταλεύω]] ;; [[προσελαύνω]]
|rueltext=[[περιπήγνυμι]], [[περιπηγνύω]], [[προσπήγνυμι]], [[ἐφηλόω]], [[καθηλόω]], [[προσηλόω]], [[προσπασσαλεύω]], [[προσπατταλεύω]], [[προσελαύνω]]
}}
}}

Latest revision as of 18:10, 18 October 2019