ἀνεπίβλητος: Difference between revisions

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
(4)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anepivlitos
|Transliteration C=anepivlitos
|Beta Code=a)nepi/blhtos
|Beta Code=a)nepi/blhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">inattentive, heedless</b>, prob.l. Phld.<span class="title">D.</span>1.14, <span class="title">Mus.</span>p.80K.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[inattentive]], [[heedless]], prob.l. Phld.<span class="title">D.</span>1.14, <span class="title">Mus.</span>p.80K.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 00:05, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίβλητος Medium diacritics: ἀνεπίβλητος Low diacritics: ανεπίβλητος Capitals: ΑΝΕΠΙΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: anepíblētos Transliteration B: anepiblētos Transliteration C: anepivlitos Beta Code: a)nepi/blhtos

English (LSJ)

ον,

   A inattentive, heedless, prob.l. Phld.D.1.14, Mus.p.80K.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίβλητος: -ον, ὁ μὴ ἐπιβαλλόμενος, ἀμελής, ἀδιάφορος, πιθ. γραφ. ἐν Φιλοδήμ. π. Μουσ. 15. 5 - Ἐπίρρ. -τως, τυχαίως, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 distraido, falto de interés para otras cosas μουσικὴ ... ἀνεπιβλήτους ποιεῖ ... καθάπερ ἀφροδείσια καὶ μέθη Phld.Mus.p.80K., cf. D.1.14.9.
2 no sometido a un pago, PFlor.323.12 (VI d.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεπίβλητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ακόμη ή δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί
«ανεπίβλητος φόρος, δασμοί»
αρχ.
όποιος δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του, να δείξει αυτοκυριαρχία.