ἐκβιαστικός: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(10) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekviastikos | |Transliteration C=ekviastikos | ||
|Beta Code=e)kbiastiko/s | |Beta Code=e)kbiastiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[oppressive]], [[tyrannical]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>155</span> (s.v.l.); cf. <b class="b3">ἐκβιβ-</b>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκβιαστή ή στον εκβιασμό («εκβιαστικά [[μέσα]]»). | |mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκβιαστή ή στον εκβιασμό («εκβιαστικά [[μέσα]]»). | ||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 30 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A oppressive, tyrannical, Ptol.Tetr.155 (s.v.l.); cf. ἐκβιβ-.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκβιαστή ή στον εκβιασμό («εκβιαστικά μέσα»).