μετεισέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(25)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meteiserchomai
|Transliteration C=meteiserchomai
|Beta Code=meteise/rxomai
|Beta Code=meteise/rxomai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pass into</b>, Phot. s.v. [[ἐρινάζειν]].</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[pass into]], Phot. s.v. [[ἐρινάζειν]].</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 22:25, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεισέρχομαι Medium diacritics: μετεισέρχομαι Low diacritics: μετεισέρχομαι Capitals: ΜΕΤΕΙΣΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: meteisérchomai Transliteration B: meteiserchomai Transliteration C: meteiserchomai Beta Code: meteise/rxomai

English (LSJ)

   A pass into, Phot. s.v. ἐρινάζειν.

Greek (Liddell-Scott)

μετεισέρχομαι: ἔκ τινος μέρους εἰσέρχομαι εἰς ἄλλο, ἐπὶ τῶν ψηνῶν τῶν ἐκ τῶν ἐρινεῶν μετεισερχμένων εἰς τὸν τῶν ἡμέρων συκῶν καρπόν, Φώτιος ἐν λ. ἐρινάζειν.

Greek Monolingual

μετεισέρχομαι (Α)
(για ένα είδος μικρών εντόμων) βγαίνω από τον καρπό της άγριας συκιάς και μπαίνω στον καρπό της ήμερης.