πάϊλλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(30)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paillos
|Transliteration C=paillos
|Beta Code=pa/i+llos
|Beta Code=pa/i+llos
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ὁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">male infant</b>, IG7.700, al. (Tanagra).</span>
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ὁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[male infant]], IG7.700, al. (Tanagra).</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[πάϊλλος]], ὁ (Α)<br />[[αρσενικό]] [[παιδί]], [[αγόρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]] / <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>λος</i> με διπλασιασμό του -<i>λ</i>- [[φαινόμενο]] συχνό στα Βοιωτικά ανθρωπωνύμια ή <span style="color: red;"><</span> <i>πάϊδλος</i> με αφομοιωτική [[τροπή]] του -<i>δ</i>- σε -<i>λ</i>-].
|mltxt=[[πάϊλλος]], ὁ (Α)<br />[[αρσενικό]] [[παιδί]], [[αγόρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]] / <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>λος</i> με διπλασιασμό του -<i>λ</i>- [[φαινόμενο]] συχνό στα Βοιωτικά ανθρωπωνύμια ή <span style="color: red;"><</span> <i>πάϊδλος</i> με αφομοιωτική [[τροπή]] του -<i>δ</i>- σε -<i>λ</i>-].
}}
}}

Revision as of 08:27, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάϊλλος Medium diacritics: πάϊλλος Low diacritics: πάϊλλος Capitals: ΠΑΪΛΛΟΣ
Transliteration A: páïllos Transliteration B: paillos Transliteration C: paillos Beta Code: pa/i+llos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A male infant, IG7.700, al. (Tanagra).

Greek Monolingual

πάϊλλος, ὁ (Α)
αρσενικό παιδί, αγόρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς / παιδός + κατάλ. -λος με διπλασιασμό του -λ- φαινόμενο συχνό στα Βοιωτικά ανθρωπωνύμια ή < πάϊδλος με αφομοιωτική τροπή του -δ- σε -λ-].