ὑμνολόγος: Difference between revisions
Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit
(43) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ymnologos | |Transliteration C=ymnologos | ||
|Beta Code=u(mnolo/gos | |Beta Code=u(mnolo/gos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[hymn-singing]], ἄνδρες <span class="title">Supp.Epigr.</span>7.897 (Gerasa).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:07, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A hymn-singing, ἄνδρες Supp.Epigr.7.897 (Gerasa).
German (Pape)
[Seite 1179] Hymnen dichtend, zw.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμνολόγος: -ον, ὁ λέγων ἢ ᾄδων, ἢ συντιθεὶς ὕμνους, Διον. Ἀρεοπ. σ. 182, Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 132, 144, κλπ.· - ἐντεῦθεν ὑμνολογέω, Σύμμ. ἐν Ψαλμ. ΝΕ΄, 11, ΞΔ΄, 9, Γρηγ. Νύσσ. τ. 3. σ. 243, Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5, σ. 509Β, κλπ.· ὑμνολογίζω, Mart. Capell.· ὑμνολόγημα, τό, Ἀνδρ. Κρήτ. σελ. 144Α· ὑμνολογία, ἡ, Σύμμ. ἐν Ἰὼβ ΛΓ΄, 26. Ψαλμ., ΞΔ΄, 9, Διον. Ἀρεοπ. σ. 6, 30. 92, 96, 111, κλπ.· ὑμνολογικός, ή, όν, Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 275, κλπ.
Greek Monolingual
ο, η / ὑμνολόγος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ψάλλει ή συνθέτει εκκλησιαστικούς, ιδίως, ύμνους
νεοελλ.
αυτός που απευθύνει ύμνους σε κάποιον, που εξυμνεί, που εγκωμιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + -λόγος].