κορυφιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
(21)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κορῠφιστήρ''': ῆρος, ὁ, = τὸ στενὸν τῆς ἄρκυος, τὸ [[κορυφαῖον]], [[Πολυδ]]. Ε΄, 31.
|lstext='''κορῠφιστήρ''': ῆρος, ὁ, = τὸ στενὸν τῆς ἄρκυος, τὸ [[κορυφαῖον]], Πολυδ. Ε΄, 31.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορυφιστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το ανώτατο [[άκρο]] κυνηγετικού διχτιού, το κορυφαίον<br /><b>2.</b> το άνω [[μέρος]] του χαλινού, η κεφαλαριά, η [[κορυφαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]], μέσω ενός αμάρτυρου <i>κορυφίζω</i>].
|mltxt=[[κορυφιστήρ]], -ῆρος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το ανώτατο [[άκρο]] κυνηγετικού διχτιού, το κορυφαίον<br /><b>2.</b> το άνω [[μέρος]] του χαλινού, η κεφαλαριά, η [[κορυφαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]], μέσω ενός αμάρτυρου <i>κορυφίζω</i>].
}}
}}

Revision as of 20:45, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῠφιστήρ Medium diacritics: κορυφιστήρ Low diacritics: κορυφιστήρ Capitals: ΚΟΡΥΦΙΣΤΗΡ
Transliteration A: koryphistḗr Transliteration B: koryphistēr Transliteration C: koryfistir Beta Code: korufisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A = κορυφαῖον 1, Poll.5.31.    2 = κορυφαία 1, Hsch.s.v. κεκρυφάλους (-αστῆρας cod.).

Greek (Liddell-Scott)

κορῠφιστήρ: ῆρος, ὁ, = τὸ στενὸν τῆς ἄρκυος, τὸ κορυφαῖον, Πολυδ. Ε΄, 31.

Greek Monolingual

κορυφιστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. το ανώτατο άκρο κυνηγετικού διχτιού, το κορυφαίον
2. το άνω μέρος του χαλινού, η κεφαλαριά, η κορυφαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή, μέσω ενός αμάρτυρου κορυφίζω].