προσωπίδιον: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(4) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσωπίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πρόσωπον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 256, πρβλ. | |lstext='''προσωπίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πρόσωπον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 256, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 127. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 20:55, 7 July 2020
English (LSJ)
τό, Dim. of πρόσωπον, Ar.Fr.264, Stud.Pal. 22.56.23 (iii A.D.), Maria ap.Zos.Alch.p.157 B.
Greek (Liddell-Scott)
προσωπίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πρόσωπον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 256, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 127.
Greek Monolingual
τὸ, Α
πρόσωπον υποκορ. του πρόσωπον.
Russian (Dvoretsky)
προσωπίδιον: τό небольшая маска Arph.