μερόεν: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
(24)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meroen
|Transliteration C=meroen
|Beta Code=mero/en
|Beta Code=mero/en
|Definition=<b class="b3">μεριστικόν</b>, Hsch.
|Definition=[[μεριστικόν]], Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μερόεν]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεριστικόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]], πιθ. λ. ποιητική, ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. [[μερόεις]]].
|mltxt=[[μερόεν]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μεριστικόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέρος]], πιθ. λ. ποιητική, ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. [[μερόεις]]].
}}
}}

Revision as of 09:28, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μερόεν Medium diacritics: μερόεν Low diacritics: μερόεν Capitals: ΜΕΡΟΕΝ
Transliteration A: meróen Transliteration B: meroen Transliteration C: meroen Beta Code: mero/en

English (LSJ)

μεριστικόν, Hsch.

Greek Monolingual

μερόεν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μεριστικόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος, πιθ. λ. ποιητική, ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. μερόεις].