νήϊστος: Difference between revisions
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
(27) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=niistos | |Transliteration C=niistos | ||
|Beta Code=nh/i+stos | |Beta Code=nh/i+stos | ||
|Definition=η, ον, Sup., <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[νήατος]] (v. | |Definition=η, ον, Sup., <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[νήατος]] (v. [[νέατος]] A), in form <b class="b3">νήϊστα· ἔσχατα, κατώτατα</b>, Hsch.: hence perh. the name of the <b class="b3">πύλαι Νήϊσται</b> at Thebes, <b class="b3">πύλαισι Νηΐστῃσι</b> (v.l. [[νηΐτῃσι]] [-τισι, -ταισι]) <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>460</span>, cf. Stat. <span class="title">Theb.</span>8.354; Νηΐταις πύλαις <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1104</span> codd. (νήϊϊ, ταῖς πύλαις Hsch.: perh. <b class="b3">Νηΐτταις πύλαις</b> with <b class="b3">-ττ</b>- from <b class="b3">-στ</b>-).</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νήϊστος]] και νήϊτ(τ)ος, -η, -ον (Α)<br />[[έσχατος]], [[ακραίος]], [[κατώτατος]] («πύλαισι Νηΐσταισι», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νήϊστος]], που εμφανίζεται στον τ. του θηλ. <i>Νήϊσται</i> «[[ονομασία]] μιας από τις πύλες της Θήβας», σχηματίστηκε πιθ. από τον τ. [[νήατος]] (<i>νήαται</i>), [[κατά]] το <i>Ὕψισται</i>, ονομ. μιας άλλης πύλης της Θήβας (για τον τ. [[νήατος]] <b>βλ. λ.</b> [[νέατος]] [Ι])]. | |mltxt=[[νήϊστος]] και νήϊτ(τ)ος, -η, -ον (Α)<br />[[έσχατος]], [[ακραίος]], [[κατώτατος]] («πύλαισι Νηΐσταισι», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νήϊστος]], που εμφανίζεται στον τ. του θηλ. <i>Νήϊσται</i> «[[ονομασία]] μιας από τις πύλες της Θήβας», σχηματίστηκε πιθ. από τον τ. [[νήατος]] (<i>νήαται</i>), [[κατά]] το <i>Ὕψισται</i>, ονομ. μιας άλλης πύλης της Θήβας (για τον τ. [[νήατος]] <b>βλ. λ.</b> [[νέατος]] [Ι])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:55, 8 July 2020
English (LSJ)
η, ον, Sup.,
A = νήατος (v. νέατος A), in form νήϊστα· ἔσχατα, κατώτατα, Hsch.: hence perh. the name of the πύλαι Νήϊσται at Thebes, πύλαισι Νηΐστῃσι (v.l. νηΐτῃσι [-τισι, -ταισι]) A.Th.460, cf. Stat. Theb.8.354; Νηΐταις πύλαις E.Ph.1104 codd. (νήϊϊ, ταῖς πύλαις Hsch.: perh. Νηΐτταις πύλαις with -ττ- from -στ-).
Greek Monolingual
νήϊστος και νήϊτ(τ)ος, -η, -ον (Α)
έσχατος, ακραίος, κατώτατος («πύλαισι Νηΐσταισι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νήϊστος, που εμφανίζεται στον τ. του θηλ. Νήϊσται «ονομασία μιας από τις πύλες της Θήβας», σχηματίστηκε πιθ. από τον τ. νήατος (νήαται), κατά το Ὕψισται, ονομ. μιας άλλης πύλης της Θήβας (για τον τ. νήατος βλ. λ. νέατος [Ι])].