κατωφορούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(20)
 
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κατωφοροῡμαι, -έομαι (Μ) [[κατώφορος]]<br />φέρομαι [[προς]] τα [[κάτω]], [[κατηφορίζω]].
|mltxt=κατωφοοῦμαι, -έομαι (Μ) [[κατώφορος]]<br />φέρομαι [[προς]] τα [[κάτω]], [[κατηφορίζω]].
}}
}}

Revision as of 18:20, 24 October 2020

Greek Monolingual

κατωφοοῦμαι, -έομαι (Μ) κατώφορος
φέρομαι προς τα κάτω, κατηφορίζω.