κατωφορούμαι

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

κατωφοροῦμαι, -έομαι (Μ) κατώφορος
φέρομαι προς τα κάτω, κατηφορίζω.