μεταιωρούμαι: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μεταιωοῦμαι, -έομαι (Α) [[αιωρούμαι]]<br />ανυψώνομαι πνευματικά, οδηγούμαι σε [[έξαρση]], μεταρσιώνομαι.
|mltxt=μεταιωροῦμαι, -έομαι (Α) [[αιωρούμαι]]<br />ανυψώνομαι πνευματικά, οδηγούμαι σε [[έξαρση]], μεταρσιώνομαι.
}}
}}

Latest revision as of 18:41, 24 October 2020

Greek Monolingual

μεταιωροῦμαι, -έομαι (Α) αιωρούμαι
ανυψώνομαι πνευματικά, οδηγούμαι σε έξαρση, μεταρσιώνομαι.