κατωφορούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κατωφοοῦμαι, -έομαι (Μ) [[κατώφορος]]<br />φέρομαι [[προς]] τα [[κάτω]], [[κατηφορίζω]].
|mltxt=κατωφοροῦμαι, -έομαι (Μ) [[κατώφορος]]<br />φέρομαι [[προς]] τα [[κάτω]], [[κατηφορίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 18:45, 24 October 2020

Greek Monolingual

κατωφοροῦμαι, -έομαι (Μ) κατώφορος
φέρομαι προς τα κάτω, κατηφορίζω.