μαστώδης: Difference between revisions
From LSJ
(24) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mastodis | |Transliteration C=mastodis | ||
|Beta Code=mastw/dhs | |Beta Code=mastw/dhs | ||
|Definition=ες, <span class="sense" | |Definition=ες, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[μαστοειδής]], <span class="title">Gloss.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:49, 11 December 2020
English (LSJ)
ες, A = μαστοειδής, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
μαστώδης: -ες, = μαστοειδής, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ες (Α μαστώδης, -ῶδες) μαστός
αυτός που μοιάζει με μαστό κατά το σχήμα, μαστοειδής
νεοελλ.
αυτός που έχει μεγάλους ή πολλούς μαστούς.