χαλκομόλυβδος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chalkomolyvdos | |Transliteration C=chalkomolyvdos | ||
|Beta Code=xalkomo/lubdos | |Beta Code=xalkomo/lubdos | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense" | |Definition=ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[alloy of copper and lead]], Maria ap. Olymp.Alch.p.93B.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μεταλργ.)</b> [[κράμα]] χαλκού και μολύβδου, [[συχνά]], [[σήμερα]], προσμεμιγμένο με κασσίτερο, [[νικέλιο]] και [[αντιμόνιο]], το οποίο χρησιμοποιείται ως αντιτριβικό [[κράμα]], αλλ. ρόδινο [[μέταλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κράμα]] χαλκού και μολύβδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μόλυβδος]]. Ως τεχνολ. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>cuproplomb</i>]. | |mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μεταλργ.)</b> [[κράμα]] χαλκού και μολύβδου, [[συχνά]], [[σήμερα]], προσμεμιγμένο με κασσίτερο, [[νικέλιο]] και [[αντιμόνιο]], το οποίο χρησιμοποιείται ως αντιτριβικό [[κράμα]], αλλ. ρόδινο [[μέταλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κράμα]] χαλκού και μολύβδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μόλυβδος]]. Ως τεχνολ. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>cuproplomb</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:14, 12 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A alloy of copper and lead, Maria ap. Olymp.Alch.p.93B.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
(μεταλργ.) κράμα χαλκού και μολύβδου, συχνά, σήμερα, προσμεμιγμένο με κασσίτερο, νικέλιο και αντιμόνιο, το οποίο χρησιμοποιείται ως αντιτριβικό κράμα, αλλ. ρόδινο μέταλλο
αρχ.
κράμα χαλκού και μολύβδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + μόλυβδος. Ως τεχνολ. όρος της νεοελλ. η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cuproplomb].