ἰσόβιος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=isovios | |Transliteration C=isovios | ||
|Beta Code=i)so/bios | |Beta Code=i)so/bios | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[holding office for life]], γραμματεύς <span class="title">IGRom.</span>4.1675 (Belevi).</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἰσόβιος]], -ον)<br />αυτός που διαρκεί σε όλη τη ζωή («ισόβια [[δεσμά]]» — [[ποινή]] [[κατά]] την οποία ο καταδικασμένος μένει στη [[φυλακή]] για όλη του τη ζωή). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοβίως</i> και <i>ισόβια</i><br />εφ' όρου ζωής, καθ' όλη τη [[διάρκεια]] του βίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αργυρό</i>-<i>βιος</i>, <i>ηδύ</i>-<i>βιος</i>]. | |mltxt=-α, -ο (Α [[ἰσόβιος]], -ον)<br />αυτός που διαρκεί σε όλη τη ζωή («ισόβια [[δεσμά]]» — [[ποινή]] [[κατά]] την οποία ο καταδικασμένος μένει στη [[φυλακή]] για όλη του τη ζωή). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοβίως</i> και <i>ισόβια</i><br />εφ' όρου ζωής, καθ' όλη τη [[διάρκεια]] του βίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αργυρό</i>-<i>βιος</i>, <i>ηδύ</i>-<i>βιος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:35, 12 December 2020
English (LSJ)
ον, A holding office for life, γραμματεύς IGRom.4.1675 (Belevi).
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἰσόβιος, -ον)
αυτός που διαρκεί σε όλη τη ζωή («ισόβια δεσμά» — ποινή κατά την οποία ο καταδικασμένος μένει στη φυλακή για όλη του τη ζωή).
επίρρ...
ισοβίως και ισόβια
εφ' όρου ζωής, καθ' όλη τη διάρκεια του βίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. αργυρό-βιος, ηδύ-βιος].