ὁρμίστρια: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ormistria | |Transliteration C=ormistria | ||
|Beta Code=o(rmi/stria | |Beta Code=o(rmi/stria | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense" | |Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[bringer to safe anchorage]], epith. of Isis, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1380.74</span> (ii A. D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁρμίστρια]], ἡ (Α)<br />(ως [[προσωνυμία]] της Ίσιδος) αυτή που οδηγεί σε ασφαλές [[αγκυροβόλιο]] και, [[ιδίως]], στον όρμο του θανάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁρμίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρια</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τοκίσ</i>-<i>τρια</i>)]. | |mltxt=[[ὁρμίστρια]], ἡ (Α)<br />(ως [[προσωνυμία]] της Ίσιδος) αυτή που οδηγεί σε ασφαλές [[αγκυροβόλιο]] και, [[ιδίως]], στον όρμο του θανάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁρμίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρια</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τοκίσ</i>-<i>τρια</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:15, 13 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A bringer to safe anchorage, epith. of Isis, POxy.1380.74 (ii A. D.).
Greek Monolingual
ὁρμίστρια, ἡ (Α)
(ως προσωνυμία της Ίσιδος) αυτή που οδηγεί σε ασφαλές αγκυροβόλιο και, ιδίως, στον όρμο του θανάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμίζω + επίθημα -τρια (πρβλ. τοκίσ-τρια)].