ὁρμίστρια
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ἡ, bringer to safe anchorage, epithet of Isis, POxy.1380.74 (ii A. D.).
Greek Monolingual
ὁρμίστρια, ἡ (Α)
(ως προσωνυμία της Ίσιδος) αυτή που οδηγεί σε ασφαλές αγκυροβόλιο και, ιδίως, στον όρμο του θανάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμίζω + επίθημα -τρια (πρβλ. τοκίστρια)].