Ακαδημία: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α Ἀκαδημία)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ανώτατο πνευματικό [[ίδρυμα]] που αποβλέπει στην [[προαγωγή]] της επιστήμης και της τέχνης<br /><b>2.</b> το [[κτήριο]] όπου στεγάζεται η [[Ακαδημία]]<br /><b>3.</b> ανώτερη [[σχολή]] θεωρητικών ή πρακτικών σπουδών<br />«Παιδαγωγική [[Ακαδημία]]»<br /><b>αρχ.</b><br />η [[Ακαδήμεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[νεώτερος]] όρος <i>Ακαδήμια</i>, που σήμαινε αρχικά την «ανώτατη [[σχολή]], το ανώτατο εκπαιδευτικό [[ίδρυμα]]», απ’όπου [[μετά]] η [[έννοια]] του «ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος», προέρχεται από τον γαλλ. όρο <i>academie</i> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>αcademia</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>academia</i> <span style="color: red;"><</span> ελλ. [[Ακαδήμεια]], [[Ακαδημία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαδημαϊκός]], [[ακαδημαΐζω]]].
|mltxt=η (Α Ἀκαδημία)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ανώτατο πνευματικό [[ίδρυμα]] που αποβλέπει στην [[προαγωγή]] της επιστήμης και της τέχνης<br /><b>2.</b> το [[κτήριο]] όπου στεγάζεται η [[Ακαδημία]]<br /><b>3.</b> ανώτερη [[σχολή]] θεωρητικών ή πρακτικών σπουδών<br />«Παιδαγωγική [[Ακαδημία]]»<br /><b>αρχ.</b><br />η [[Ακαδήμεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο [[νεώτερος]] όρος <i>Ακαδήμια</i>, που σήμαινε αρχικά την «ανώτατη [[σχολή]], το ανώτατο εκπαιδευτικό [[ίδρυμα]]», απ’όπου [[μετά]] η [[έννοια]] του «ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος», προέρχεται από τον γαλλ. όρο <i>academie</i> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>αcademia</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>academia</i> <span style="color: red;"><</span> ελλ. [[Ακαδήμεια]], [[Ακαδημία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακαδημαϊκός]], [[ακαδημαΐζω]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α Ἀκαδημία)
νεοελλ.
1. ανώτατο πνευματικό ίδρυμα που αποβλέπει στην προαγωγή της επιστήμης και της τέχνης
2. το κτήριο όπου στεγάζεται η Ακαδημία
3. ανώτερη σχολή θεωρητικών ή πρακτικών σπουδών
«Παιδαγωγική Ακαδημία»
αρχ.
η Ακαδήμεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο νεώτερος όρος Ακαδήμια, που σήμαινε αρχικά την «ανώτατη σχολή, το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα», απ’όπου μετά η έννοια του «ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος», προέρχεται από τον γαλλ. όρο academie < ιταλ. αcademia < λατ. academia < ελλ. Ακαδήμεια, Ακαδημία.
ΠΑΡ. ακαδημαϊκός, ακαδημαΐζω].