Μόρος: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(3)
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[Μόρα]] (Μ [[Μόρος]])<br />[[Άραβας]] και, γενικά, Βορειοαφρικανός ή [[Ισπανός]] αραβικής καταγωγής, Μαύρος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>Μoro</i>].
|mltxt=ο, θηλ. [[Μόρα]] (Μ [[Μόρος]])<br />[[Άραβας]] και, γενικά, Βορειοαφρικανός ή [[Ισπανός]] αραβικής καταγωγής, Μαύρος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>Μoro</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Μόρος:''' ὁ Мор (сын Ночи) Hes.
|elrutext='''Μόρος:''' ὁ Мор (сын Ночи) Hes.
}}
}}

Revision as of 21:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο, θηλ. ΜόραΜόρος)
Άραβας και, γενικά, Βορειοαφρικανός ή Ισπανός αραβικής καταγωγής, Μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. Μoro].

Russian (Dvoretsky)

Μόρος: ὁ Мор (сын Ночи) Hes.