άθραυστος: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄθραυστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν θραύστηκε, [[ατσάκιστος]], [[άσπαστος]], [[ακέραιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν θραύεται ή δεν μπορεί να θραυστεί, [[αδιάλυτος]], [[ανθεκτικός]], [[γερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητικό <span style="color: red;">+</span> [[θραυστός]] <span style="color: red;"><</span> [[θραύω]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄθραυστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν θραύστηκε, [[ατσάκιστος]], [[άσπαστος]], [[ακέραιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν θραύεται ή δεν μπορεί να θραυστεί, [[αδιάλυτος]], [[ανθεκτικός]], [[γερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητικό <span style="color: red;">+</span> [[θραυστός]] <span style="color: red;"><</span> [[θραύω]].
}}
}}

Revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄθραυστος, -ον)
1. αυτός που δεν θραύστηκε, ατσάκιστος, άσπαστος, ακέραιος
2. αυτός που δεν θραύεται ή δεν μπορεί να θραυστεί, αδιάλυτος, ανθεκτικός, γερός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητικό + θραυστός < θραύω.