ἄθραυστος
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
ἄθραυστον,
A unbroken, E.Hec.17, IG2.1054d14, Melinnoap. Stob. 3.7.12; of persons, Plb.2.22.5; μέρος τῆς δυνάμεως D.S.19.30. Adv. ἀθραύστως = without breakage, κάμπτειν Gp.10.19.2, etc.
2 unbreakable, Arist.Mete.385a14; indestructible, ἄτομος Placit.1.3.18.
Spanish (DGE)
-ον
I no roto, íntegro, incólume πύργοι E.Hec.17, ἑπτάπυργοι E.Ph.1079, σκάφος Lyc.890, συντιθέναι τοὺς ἁρμοὺς ἁρμόττοντας πανταχεῖ ἀθραύστους IG 22.1666B.87 (IV a.C.), cf. 1682.14, ID 507.12 (ambas III a.C.), ναῦς D.C.49.10.4, πόλις D.C.53.24.5, βότρυς Gp.4.15.17
•de pers. ἄθραυστοι καὶ ἀσινεῖς ... ἐπανῆλθον Plb.2.22.5
•fig. τηρήσας ἄθραυστα τὰ τοῦ δήμου φιλάνθρωπα habiendo preservado intactos los privilegios del pueblo, IClaros 1.M.1.21 (II a.C.), φάμα IG 12(6).285.7 (Samos II a.C.), ἄθραυστος ὄλβιος βίος una vida íntegramente feliz, IMEG 46.20 (imper.), ἡ φωνή ἄθραυστος ... καὶ ἀκέραιος el sonido carente de intermitencias y puro Plu.2.722e, ἄ. ὁ Ἀριθμὸς τῶν ἐκλεκτῶν 1Ep.Clem.59.2.
II 1irrompible, indestructible Arist.Mete.385a14, ἄτομος Placit.1.3.18
•inconquistable Ὄλυμπος Melinno SHell.541.4, δάπεδον Pae.Delph.11, ἀθραυστότατον ... μέρος πόλεως Plu.Tim.18
•incorruptible δικαιοσύνη Orph.H.63.5.
2 indisoluble del bautismo σφραγίς Const.App.3.16.4.
III fig. duro, obstinado Cyr.Al.M.70.1393C.
IV adv. ἀθραύστως = sin romper, κάμπτειν Gp.10.19.2.
German (Pape)
[Seite 47] unzerbrochen, unverletzt, Eur. πύργοι Hec. 17 Phoen. 1095; λιμήν Cycl. 292; Polyb. 2, 22, 5; öfter Plut., z. B. δύναμις Them. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non brisé, non endommagé, intact.
Étymologie: ἀ, θραύω.
Russian (Dvoretsky)
ἄθραυστος:
1 несломанный, неразрушенный, невредимый (πύργοι Eur.; μέρος τῆς πόλεως Plut.): ἄθραυστοι καὶ ἀσινεῖς ἐπανῆλθον Polyb. они вернулись целыми и невредимыми; ἄ. καὶ ἀκέραιος φωνή Plut. чистый и ясный голос;
2 неломкий Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθραυστος: -ον, ὁ μὴ τεθραυσμένος, μὴ κατεστραμμένος, ἀβλαβής, ἀκέραιος, Εὐρ. Ἑκ. 17, κτλ.· ― ὅν δὲν δύναταί τις νὰ θραύσῃ, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8. 5, κτλ.
Greek Monotonic
ἄθραυστος: -ον (θραύω), μη σπασμένος, ακέραιος, αβλαβής, απρόσβλητος, σε Ευρ. κ.λπ.
Middle Liddell
θραύω
unbroken, unhurt, Eur., etc.
Translations
unbroken
Bulgarian: цял; Catalan: sencer; French: entier; Greek: αθρυμμάτιστος; Ancient Greek: ἄθραυστος, ἀρραγής, ἄρρηκτος, ἄκλαστος, ἄθρυπτος; Italian: intero; Latin: irruptus; Sanskrit: अक्षत
unbreakable
Bulgarian: нечуплив; Danish: ubrydelig; Finnish: rikkoutumaton; French: incassable; German: unzerbrechlich; Greek: άθραυστος; Ancient Greek: ἄθραυστος, ἄρρηκτος, ἀαγής; Hungarian: törhetetlen; Italian: infrangibile; Latin: infragilis; Manx: do-vrishey; Norwegian Bokmål: uknuselig; Occitan: incopable, imbresable; Portuguese: inquebrável; Spanish: irrompible; Swedish: okrossbar; Turkish: kırılmaz; Ukrainian: незламний, нерозривний
indestructible
Armenian: անկործան, անկործանելի; Belarusian: неразбуральны, непарушны; Bulgarian: неразбиваем; Catalan: indestructible; Czech: nezničitelný; Dutch: onverwoestbaar; Esperanto: nedetruebla; Finnish: tuhoutumaton; French: indestructible; Galician: indestruible; German: unzerstörbar, unvernichtbar; Greek: άφθαρτος, ακατάλυτος, άθραυστος, ανθεκτικός, ακατάστρεπτος, ακατεδάφιστος, άτρωτος, ακατανίκητος; Ancient Greek: ἀδαμάντινος, ἀδάμαστος, ἀδιάλυτος, ἀδιασκέδαστος, ἀδιάφθορος, ἄθραυστος, ἄθρυπτος, ἀκάαπτον, ἀκαθαίρετος, ἀκατάβλητος, ἀκατάλυτος, ἀκαταπόνητος, ἀκατάργητος, ἀκατάστρεπτος, ἀκήρατος, ἄλυτος, ἀμαράντινος, ἀμετάληπτος, ἀναπόθετος, ἀνεξάλειπτος, ἀνώλεθρος, ἄρρηκτος, ἀσύντριπτος, ἀτειρής, ἄτριστος, ἄφθιτος; Hungarian: elpusztíthatatlan; Italian: indistruttibile; Japanese: 壊せない, 潰せない, びくともしない, 丈夫な, 堅い; Latin: indelebilis; Manx: neuhraartagh; Norwegian Bokmål: som ikke kan ødelegges, uforgjengelig, uslitelig; Polish: niezniszczalny; Portuguese: indestrutível; Romanian: indestructibil; Russian: нерушимый, неразрушимый; Spanish: indestructible; Swedish: oförstörbar, outplånlig, oförgänglig; Ukrainian: незнищенний, незруйновний