Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ίτηλος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(18)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἴτηλος]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἔμμονος]], ούκ [[ἐξίτηλος]]» — [[ανεξίτηλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. που σχηματίστηκε κατ' [[απόσπαση]] από τη λ. [[ἐξίτηλος]]].
|mltxt=[[ἴτηλος]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἔμμονος]], ούκ [[ἐξίτηλος]]» — [[ανεξίτηλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Λ. που σχηματίστηκε κατ' [[απόσπαση]] από τη λ. [[ἐξίτηλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἴτηλος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἔμμονος, ούκ ἐξίτηλος» — ανεξίτηλος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λ. που σχηματίστηκε κατ' απόσπαση από τη λ. ἐξίτηλος].