ίλος: Difference between revisions

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
(17)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που αποσπάται με βίαιο τρόπο και, [[κυρίως]], [[λεπτό]] [[χνούδι]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ τίλοι</i><br />οι λεπτές [[τρίχες]] τών φρυδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχημ. από το ρ. [[τίλλω]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που αποσπάται με βίαιο τρόπο και, [[κυρίως]], [[λεπτό]] [[χνούδι]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ τίλοι</i><br />οι λεπτές [[τρίχες]] τών φρυδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχημ. από το ρ. [[τίλλω]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
1. καθετί που αποσπάται με βίαιο τρόπο και, κυρίως, λεπτό χνούδι
2. στον πληθ. oἱ τίλοι
οι λεπτές τρίχες τών φρυδιών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τίλλω].