Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άργεμος: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
(6)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἄργεμος, ο (AM)<br /><b>1.</b> [[άργεμα]] (Ι)<br /><b>2.</b> το [[κυρίως]] [[σώμα]] του νυχιού με χαρακτηριστικά το ρόδινο [[χρώμα]] και τη γραμμωτή [[επιφάνεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[άργεμο]]].
|mltxt=ἄργεμος, ο (AM)<br /><b>1.</b> [[άργεμα]] (Ι)<br /><b>2.</b> το [[κυρίως]] [[σώμα]] του νυχιού με χαρακτηριστικά το ρόδινο [[χρώμα]] και τη γραμμωτή [[επιφάνεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Βλ. [[άργεμο]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄργεμος, ο (AM)
1. άργεμα (Ι)
2. το κυρίως σώμα του νυχιού με χαρακτηριστικά το ρόδινο χρώμα και τη γραμμωτή επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. άργεμο].