Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.
ἄργεμος, ο (AM)1. άργεμα (Ι)2. το κυρίως σώμα του νυχιού με χαρακτηριστικά το ρόδινο χρώμα και τη γραμμωτή επιφάνεια.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. άργεμο].