αγκαζάρω: Difference between revisions
From LSJ
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>1.</b> [[δεσμεύω]] κάποιον με [[πρόσκληση]], την οποία αποδέχτηκε, ή αποσπώντας εκ τών προτέρων την [[υπόσχεση]] του<br /><b>2.</b> [[αποκτώ]] δικαιώματα προτεραιότητας<br /><b>3.</b> [[προαγοράζω]], [[καπαρώνω]], [[εξασφαλίζω]] για τον εαυτό μου.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=<b>1.</b> [[δεσμεύω]] κάποιον με [[πρόσκληση]], την οποία αποδέχτηκε, ή αποσπώντας εκ τών προτέρων την [[υπόσχεση]] του<br /><b>2.</b> [[αποκτώ]] δικαιώματα προτεραιότητας<br /><b>3.</b> [[προαγοράζω]], [[καπαρώνω]], [[εξασφαλίζω]] για τον εαυτό μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>engage</i> (= δεσμευμένος) <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>άρω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγκαζάρισμα]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:15, 29 December 2020
Greek Monolingual
1. δεσμεύω κάποιον με πρόσκληση, την οποία αποδέχτηκε, ή αποσπώντας εκ τών προτέρων την υπόσχεση του
2. αποκτώ δικαιώματα προτεραιότητας
3. προαγοράζω, καπαρώνω, εξασφαλίζω για τον εαυτό μου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γαλλ. engage (= δεσμευμένος) + παραγ. κατάλ. -άρω.
ΠΑΡ. αγκαζάρισμα].