καπαρώνω

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

καπάρο
εξασφαλίζω την αγορά ή μίσθωση ενός πράγματος ή την παροχή υπηρεσιών με προκαταβολή.