ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
το αγκαζάρω
1. ανάληψη υποχρεώσεως για την εκτέλεση έργου
2. απόκτηση προτεραιότητας σε κάτι.