έρομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(14) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔρομαι]] και ιων. και επικ. τ. [[εἴρομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ερωτώ]], [[ζητώ]] να μάθω («τὸ μὲν πρῶτον... ἐρήσομαι... τὶς [[πόθεν]] ἀνδρῶν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ζητώ]] [[συμβουλή]], συμβουλεύομαι<br /><b>3.</b> [[αιτώ]], [[ζητώ]] («[[στρατηγός]]... ἠτήσ’ ἐρόμενος Κλεαίνετον» — ο [[στρατηγός]]... ζήτησε παρακαλώντας τον Κλεαίνετο, <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἔρομαι]] και ιων. και επικ. τ. [[εἴρομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ερωτώ]], [[ζητώ]] να μάθω («τὸ μὲν πρῶτον... ἐρήσομαι... τὶς [[πόθεν]] ἀνδρῶν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ζητώ]] [[συμβουλή]], συμβουλεύομαι<br /><b>3.</b> [[αιτώ]], [[ζητώ]] («[[στρατηγός]]... ἠτήσ’ ἐρόμενος Κλεαίνετον» — ο [[στρατηγός]]... ζήτησε παρακαλώντας τον Κλεαίνετο, <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ιων. και επικ. τ. του <i>είρομαι</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:15, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἔρομαι και ιων. και επικ. τ. εἴρομαι (Α)
1. ερωτώ, ζητώ να μάθω («τὸ μὲν πρῶτον... ἐρήσομαι... τὶς πόθεν ἀνδρῶν», Ομ. Οδ.)
2. ζητώ συμβουλή, συμβουλεύομαι
3. αιτώ, ζητώ («στρατηγός... ἠτήσ’ ἐρόμενος Κλεαίνετον» — ο στρατηγός... ζήτησε παρακαλώντας τον Κλεαίνετο, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ιων. και επικ. τ. του είρομαι].