αγλαόφημος: Difference between revisions

From LSJ

ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγλαόφημος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[λαμπρή]], [[μεγάλη]] [[φήμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> [[φήμη]].
|mltxt=[[ἀγλαόφημος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[λαμπρή]], [[μεγάλη]] [[φήμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> [[φήμη]].
}}
}}

Latest revision as of 22:18, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγλαόφημος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπρή, μεγάλη φήμη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + φήμη.