αγκυλόπους: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγκυλόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει στραβά πόδια, [[στραβοπόδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀγκυλόπους]] [[δίφρος]]» — ο [[δίφρος]] τών Ρωμαίων αρχόντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγκύλος]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]].
|mltxt=[[ἀγκυλόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει στραβά πόδια, [[στραβοπόδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀγκυλόπους]] [[δίφρος]]» — ο [[δίφρος]] τών Ρωμαίων αρχόντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγκύλος]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]].
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγκυλόπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης
αρχ.
φρ. «ἀγκυλόπους δίφρος» — ο δίφρος τών Ρωμαίων αρχόντων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγκύλος + πούς.