αγνόστομος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁγνόστομος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει αγνό, καθαρό το [[στόμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁγνός]] <span style="color: red;">+</span> [[στόμα]].
|mltxt=[[ἁγνόστομος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει αγνό, καθαρό το [[στόμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁγνός]] <span style="color: red;">+</span> [[στόμα]].
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἁγνόστομος, -ον (Μ)
αυτός που έχει αγνό, καθαρό το στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁγνός + στόμα.