αδειοπούγγης: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που το [[πουγγί]] του δεν έχει χρήματα, [[φτωχός]], [[θεόφτωχος]]<br /><b>2.</b> αυτός που ξοδεύει, που σπαταλά τα χρήματά του, ο [[άσωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άδειος]] <span style="color: red;">+</span> [[πουγγί]]].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που το [[πουγγί]] του δεν έχει χρήματα, [[φτωχός]], [[θεόφτωχος]]<br /><b>2.</b> αυτός που ξοδεύει, που σπαταλά τα χρήματά του, ο [[άσωτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άδειος]] <span style="color: red;">+</span> [[πουγγί]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που το πουγγί του δεν έχει χρήματα, φτωχός, θεόφτωχος
2. αυτός που ξοδεύει, που σπαταλά τα χρήματά του, ο άσωτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άδειος + πουγγί].